- τητάνιος
- και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, -ον, Α1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ.β. «σητάνεια κρόμμυα»)2. (για σιτάρι) κοσκινισμένος, καθαρισμένος («...δηλοῑ δὲ ἡ λέξις τὸν καθαρόν, καὶ σητανείους πυροὺς ἐπετείους...», Ησύχ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σητάνιοντο φυτό ἐπιμηλίς*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆτες / σῆτες / σᾶτες + επίθημα -αν-ιος (πρβλ. ἐπηετ-αν-ός* «φετινός»)].
Dictionary of Greek. 2013.